φροντιστήριο ουδέτερο
- (γενικότερα, σπάνιο) χώρος μελέτης, σπουδαστήριο
- επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς (κατά άτομο και στο σπίτι, λέγονται ιδιαίτερα)
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- ↪ Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο
- φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, πανεπιστημιακό φροντιστήριο
- συμπληρωματικά των βασικών παραδόσεων μαθήματα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, όπου γίνονται ασκήσεις, πρακτικές εφαρμογές, δίνονται απαντήσεις σε απορίες γύρω από διάφορα ζητήματα κ.λπ.
- (παρωχημένο) χώρος φύλαξης ή αποθήκευσης, το γραφείο του φροντιστή (λ.χ. στο στρατό, στο θέατρο)