μάθημα ουδέτερο
- γνωστικό αντικείμενο που διδάσκεται σε σχολείο ή πανεπιστήμιο
- πήρα άριστα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών
- ενότητα ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- στο πρώτο μάθημα των αρχαίων ελληνικών διδαχτήκαμε τους κανόνες τονισμού
- η διδασκαλία και παρακολούθηση ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- πρέπει να φύγω, γιατί σε λίγο έχω μάθημα
- εμπειρία που αποκτιέται από ένα, συνήθως οδυνηρό, περιστατικό της ζωής
- με ξεγέλασαν, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα και άλλη φορά θα είμαι προσεκτικότερος στην επιλογή των φίλων μου